απο τον θάνατο. Σας παραθέτουμε τα σημαντικότερα αποσπάσματα απο τα βιβλία του Δημήτρη Λιαντίνη.
“Λένε ότι κάποτε έγινε ένας αγώνας [Το γνωστό Certamen Homeri et Hesiodi] ανάμεσα στον Όμηρο και στον Ησίοδο για τα πρωτεία. Να κριθεί δηλ. στους Έλληνες ποιος από τους δυο μεγαλύτερους είναι ο πιο μεγάλος.
Η επιτροπή κρίσης, εκεί κάπου στην Αυλίδα ή στις Θήβες, κάθισε με σεβασμό τους δυο σοφούς στο θρονί τους, και άρχισε να τους ρωτά. Ήθελαν λέει να μάθουν ποιος είναι ποιο φρόνιμος σε ζητήματα μεγάλης σημασίας.
Ρωτήσανε τον Ησίοδο και τον Όμηρο τις ίδιες ερωτήσεις. Ο πρώτος έδωσε απαντήσεις που φανέρωσαν τον άνθρωπο με την πλούσια πείρα που έζησε στον κόσμο ζωντανός και έκαμε και έπαθε και έμαθε.
Ρωτήσανε μετά και τον Όμηρο. Ο αοιδός με τα άδεια όμματα τους άκουσε μειλίχια να τον ρωτάνε : “πες μας”, τον ρώτησαν, “ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό
– ειπάγε μοι πάμπρωτα τι φέρτατόν εστι βροτοίσιν;;“.
Σε τούτο το άλυτο αίνιγμα, στο ερώτημα των ερωτημάτων, ο Όμηρος, ο υιός του Μέλητου με την θεϊκή καταγωγή και την θεϊκή γνώση αποκρίθηκε (υιέ Μελητος Όμηρε θεών άπο μήδεα ειδώς) : “αρχήν μεν μη φύναι επιχθονίοισιν άριστον, φύντα δ όμως ώκιστα πύλας Αιδαο περήσαι” δηλαδή “Άριστο σε όλους και σε όλες”, αποκρίθηκε ο Όμηρος, “είναι ο άνθρωπος ποτέ να μην γεννιέται !!“.
Η επιτροπή σύγκορμη πάγωσε ! Δικαίωμα για τέτοια γνώμη – κρίση αλλά κυρίως απάντηση είχε μόνον ο πρώτος πλάστης του ολυμπιακού κόσμου των Ελλήνων. Και η απάντηση αυτή ως κρίση – γνώμη, έως και γνώση, έχει το νόημα μίας “αποκεκαλυμμένης παλινωδίας” του Ομήρου στο ερώτημα περί του όντος, μία παλινωδία που άφησε αυτόν τυφλό αλλά που άνοιξε τα δικά μας όμματα.
Με τον Όμηρο γνωρίσαμε ότι από την ύπαρξη πολυτιμότερη είναι η ανυπαρξία.
Ένας όμως πονηρός ανάμεσα στην επιτροπή, ένας μικρός Οδυσσέας στο νου, σκόρπισε δίχως δεύτερη σκέψη την ταραχή που γέννησε η απάντηση του Ομήρου με μία δεύτερη ερώτηση.
- Κανένας, του λέει του Ομήρου, δεν μας ζήτησε όμως γνώμη, αν θέλουμε δηλαδή να μας γεννήσει ή όχι. Να μας ειπείς το λοιπόν, ποιο είναι το δεύτερο στον άνθρωπο καλό, που το κρατά και στο χέρι ο άνθρωπος. “το πάντων αιρετώτατον”. Εκείνο δηλαδή που να μπορούμε να το διαλέγουμε κιόλας.
- “Το δεύτερο στον άνθρωπο καλό”, είπε ο Όμηρος, “είναι όταν γεννηθεί ο άνθρωπος, αμέσως να πεθάνει !!“. » [Homeri opera, υπό T.W. Allen. Εκδ. Οξφόρδης, τόμος V, σ. 288: "αρχήν μεν μη φύναι επιχθονίοισιν άριστον, φύντα δ όμως ώκιστα πύλας Αιδαο περήσαι"].
Αυτή η απόκριση κρύβει τη βία της ανάγκης και την αλυπησιά του χάρου. Και κάνει τον Όμηρο να γίνεται ο πρώτος τιμητής του Θεού.
Όσο και να εξερευνά κανείς στη χώρα του θρήνου, δεν θα βρει πικρότερη θέση. Όπως δεν πρόκειται να βρει γυναίκα πιο ωραία από την ωραία Ελένη, που και κείνη την έπλασε ο Όμηρος.
Πίσω από την απόκριση του Ομήρου όμως δεν βρίσκεται ένα πρόσωπο μονάχα, αλλά το συλλογικό πνεύμα ενός λαού μοναδικού, που επάνω σε ένα ερώτημα αγωνίζεται να κλίσει όλα τα ανθρώπινα υπάρχοντα.
Στα ίδια πατήματα βρίσκεται και η ιστορία που σώθηκε στα αποσπάσματα του Αριστοτέλη και σε ένα κείμενο του Πλουτάρχου. Είναι μάλιστα σημαδιακό, που η ιδέα αρχίζει με τον Όμηρο, την εκκίνηση, περνάει από τον Αριστοτέλη, το τέρμα της κλασικής Ελλάδος, και τελειώνει στον Πλούταρχο, την κατακλείδα του Ελληνικού κόσμου.
Και μην λησμονούμε ότι ο Πλούταρχος είναι μία επιβλητική μορφή στην Ελλάδα. Ρουσσώ, Γκαίτε και Ναπολέων τον είχαν ολοζωής στο μαξιλάρι. Τον δε Όμηρο στο προσκέφαλο του ο μακεδόνας μέγας στρατηλάτης, ο Αλέξανδρος του Φιλίππου.
Κυνηγούσε, λέει λοιπόν ο μύθος [Rose V., Aristotelis qui ferebantur Librorum Fragmenta, Lipsiae 1886, 40, 1481b], ο βασιλιάς Μίδας αγρίμια στα όρη της Μακεδονίας. Εκεί, αποσταμένος, έγειρε στην ρίζα ενός δρυ να ξεκουραστεί. Τότες ήτο που είδε δίπλα του τον Σιληνό να κοιμάται.
Έχω την ευκαιρία σκέφτηκε ο πονηρός βασιλιάς. Και πιάνει τον Δαίμονα (Σιληνό), και τον δένει με το σκοινί, για να μην του φύγει και του λέει :
- Εγώ θα σε ελευθερώσω, αλλά πρώτα να μου πεις.
- Πες το μου, του λέγει ο Σιληνός, και θα στο πω, και άσε με να φύγω. Κι ούτε χρειαζόταν να με δέσεις, για να σου ειπώ
- Εξήγα μου του λέγει, ο Μίδας, εσύ που κρέμεσαι ανάμεσα ουρανού και γης, και γνωρίζεις πράγματα που δεν τα φτάνει ανθρώπου νους. Εξήγα μου γιατί θα σκάσω, “τι ποτέ εστι το βέλτιστον τοις ανθρώποις και τι το πάντων αιρετώτατον,” δηλαδή ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό ;;”
Ο Δαίμονας αλαφιάστηκε, τον συνεπήρε το ξάφνιασμα και ιδιοτρόπησε.
- Λύσε με να πηγαίνω, του λέγει, και τράβα στο καλό σου. Ρωτάς πράγματα που δεν απαντιούνται.
Ο Μίδας, στάθηκε και του αποκρίθηκε :
- Αν δεν μου αποκριθείς σε αυτό που σε ρωτώ, δεν έχεις λευτεριά. Εδώ στο δένδρο θα μείνεις δεμένος. Όσο να σε λύσει ο λιμός και να σε καταλύσει ο λύκος.
Θύμωσε τότε ο Σιληνός. Τίναξε τα χέρια του ψηλά, πέσανε τα δεσμά. Έστρεψε το βλέμμα του και κοίταξε τον άνθρωπο βλοσυρά, κι όλα τα γύρω μύρισαν θειάφι. Το θείο συνεπήρε ολάκερο τον τόπο. Ο Μίδας, του πάρθηκε η ομιλία, κι έπεσε κατά γης. Και τότε ο Σιληνός, ο κορυφαίος στα όργια και ο πιστός σύντροφος του Διονύσου, τον επιτίμησε :
“δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα, τι με βιάζεσθε λέγειν α υμίν άρειον μη γνώναι ;;“
Με ερωτάς, συνεχίζει,
“τί εστί το βέλτιστον τοις ανθρώποις και τι το πάντων αιρετώτατον“,
μάθε λοιπόν και σκάσε :
“μετ αγνοίας γαρ των οικείων κακών αλυπότατος ο βίος. ανθρώποις δε πάμπαν ουκ έστι γενέσθαι το πάντων άριστον ουδέ μετασχείν της του βελτίστου φύσεως (άριστον γαρ πάσι και πάσαις το μη γενέσθαι)• το μέντοι μετά τούτο και πρώτον των ανθρώπω ανυστών, δεύτερον δε, το γενομένους αποθανείν ως τάχιστα“
[Πλουτάρχου, Παραμυθητικός προς Απολλώνιον, 115 d].
Εντελώς ομοιότυπη για τον πεσιμισμό των ελλήνων με τις δημο τικές μαρτυρίες του Ομήρου, του Αριστοτέλους και του Πλουτάρχου, είναι και η προσωπική κατάθεση του Σοφοκλή που γίνεται με το στό μα του χορού στο βασιλιά Οιδίποδα:
Το πιο καλύτερο απ’ όλα θε νά ‘τανε
να μην είχε κανείς γεννηθεί,
ή, μια που ήρθε στο φως,
να γυρνά κείθ’ όπου ήρθε μια ώρα πιο μπρος.
[Σοφοκλέους, Οιδίπους επί Κολωνώι, 1224 - 1227. Μετάφρ. Γ. Γρυπάρη]
Οι κρίσεις του Ομήρου και του Αριστοτέλη φέρνουν στο φως ακατέργαστο το δεύτερο πρόσωπο των Ελλήνων. Η γνώση τους αυτή εκπέμπει ακτινοβόλο θάνατο : ώκιστα πύλας Αιδαο περήσαι, το γενομένους αποθανείν ως τάχιστα.
Το συμπέρασμα είναι όμως πως από όλη ετούτη την κοιλάδα των κλαυθμών οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί δεν μας έδειξαν φύλλο. Αντίθετα, μας είπαν τα αντίθετα. Μιλούν για ήλιο τα μεσάνυχτα και για πανη γύρια στο καταχείμωνο“.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου