Στις 26 Σεπτεμβρίου 2000, ο Αλέκος Χρυσανθακόπουλος σε ερώτηση που είχε καταθέσει στη Βουλή, προς την –τότε– υπουργό Εσωτερικών και πολιτικό προϊστάμενο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Βάσω Παπανδρέου, ανέφερε ότι η κυβέρνηση είχε αναθέσει «την παρακολούθηση απόρρητων κρατικών πληροφοριών για την ασφάλεια της χώρας στην ισραηλινή εταιρεία Efrat, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα σε γνώστες ηλεκτρονικών υπολογιστών να γνωρίζουν τα πάντα για την Ελλάδα». «Το παράδοξο της όλης υπόθεσης», ανέφερε μεταξύ άλλων ο βουλευτής, «είναι το ότι η ΕΥΠ –σε περίπτωση δυσλειτουργίας του συστήματος– δεν έχει τη δυνατότητα παρακολούθησης των στόχων της μέχρις ότου οι Ισραηλινοί αποκαταστήσουν τυχόν βλάβες του ηλεκτρονικού υπολογιστή», και συνέχιζε λέγοντας, ότι «αφού
η εταιρεία του Ισραήλ έχει το software και τους κωδικούς μπορεί να καταγράφει ταυτόχρονα όλους τους στόχους που παρακολουθεί η ΕΥΠ και να διαθέτει το υλικό της σε όσους έχουν ενδιαφέρον».
Η ερώτηση του βουλευτή προς την υπουργό κατέληγε με την εξής διαπίστωση: «Είναι γνωστό ότι –τουλάχιστον για την ισραηλινή εταιρεία– δεν έχει μυστικά εθνικής ασφαλείας η Ελλάδα».
η εταιρεία του Ισραήλ έχει το software και τους κωδικούς μπορεί να καταγράφει ταυτόχρονα όλους τους στόχους που παρακολουθεί η ΕΥΠ και να διαθέτει το υλικό της σε όσους έχουν ενδιαφέρον».
Η ερώτηση του βουλευτή προς την υπουργό κατέληγε με την εξής διαπίστωση: «Είναι γνωστό ότι –τουλάχιστον για την ισραηλινή εταιρεία– δεν έχει μυστικά εθνικής ασφαλείας η Ελλάδα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου