Η ΡΙΖΑ ΜΠΕΛ- ή ΠΕΛ- και ΒΕΛ- Η πελασγική ρίζα ΜΠΕΛ- φέρεται σήμερα ως σλαβική ή ιταλική! Κι αυτό από μόνο του βέβαια αποτελεί οξύμωρο διότι δεν τεκμηριώνεται ιστορικά πρόσμιξις Λατίνων-Σλάβων σε τέτοια κλίμακα ώστε να αλλοιωθή η γλώσσα των Ιταλών. Άρα, ή πρόκειται περί εκπληκτικής συμπτώσεως, δύο λαοί, ιστορικώς και πολιτισμικώς μακρυά ο ένας από τον άλλο διαχρονικά, να χρησιμοποιούν απολύτως την ίδια λέξι για περιγραφή της ιδίας εννοίας ή καί οι δύο προσέλαβαν την λέξι από αλλού και την χρησιμοποιούν ως απολίθωμα. Η ιστορική απάτη περί καθόδου Σλάβων στον Ευρωπαϊκό Νότο, άκρως συμφέρουσα στον επινοήσαντα αυτήν, Πανσλαβισμό του Μεγάλου Πέτρου, δεν διέθετε κανένα έρεισμα και καμμία δυναμική για τοποθέτησί της στην Ιταλική χερσόνησο. Αντιθέτως, στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα το έδαφος εθεωρήθη, λόγω θρησκείας κυρίως, πρόσφορο. Η αθλιότης δε των ελληνοφώνων φιλολόγων είναι τέτοια ώστε να μην ενοχλείται απ' αυτά καθόλου η επιστημονικότης των. Τελικώς, καί οι Σλάβοι αλλά και οι Ιταλοί, την χρησιμοποιούν οι μεν για περιγραφή του λευκού χρώματος οι δε για δήλωσι του ωραίου. Στα γραικοελληνικά όμως σημαίνει καί τα δύο, δηλ. Όμορφο, λαμπερό/λευκό, ωραίο, ολόλαμπρο, πάγκαλο, οδηγώντας μας να υποθέσουμε τα ανομολόγητα για την προέλευσι της ρίζας. Μία βασική ιδιότης της κλασσικής ελληνικής ήτο ότι έτεινε διαρκώς να "ελαφραίνη" την γλώσσα κάνοντάς την εύηχη. Στην περίπτωσι του βαρέως -ΜΠ- η ελληνική το απέβαλε αντικαθιστώντας το με τα εύηχα -Β- ή -Π-. (όπως οι Φαναριώται οι οποίοι "εβάπτισαν" τον Μπότσαρη, Βότσαρη). Το ίδιο έκανε με τα βαριά -ΓΚ- και -ΝΤ- τα οποία "ελάφρυνε" με -Γ- ή -Κ- και -Τ- ή -Δ- αντιστοίχως. Για την ανάγκη διερευνήσεως της ρίζας ΜΠΕΛ- όμως, μας ενδιαφέρει να δούμε αν σήμερα επίσης "ελαφραίνουμε" το -ΜΠ- με -Π- ή -Β-. Με λίγη αναζήτησι, αυτό τεκμηριώνετα πλήρως όπως επί παραδείγματι στις καθημερινές λέξεις με εναλλαγή -ΜΠ-/-Β- βάζω-μπάζω βουκιά-μπουκιά βαμβάκι-μπαμπάκι Βραβείο-μπραβείο-μπράβο κλπ αλλά και εναλλαγή -ΜΠ-/-Π- Παπάς-μπαμπάς πίσος-μπιζέλι Πάγκος-μπάγκος-bank μπαλέτα-παλέτα κλπ Προκύπτει λοιπόν ότι η ανίχνευσις του σημερινού αποήχου της ρίζας ΜΠΕΛ- στην γλώσσα μας θα πρέπει να έχη την μορφή ΠΕΛ- ή ΒΕΛ- χωρίς να αποκλείεται και το ίδιο το ΜΠΕΛ-. Στην αρχαιότητα, οι γέροντες και γερόντισσες στην Ήπειρο εκαλούντο αντιστοίχως Πελείες και Πελειάδες. Κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο, πέληος δωριστί ο γέρων και πελλάς και πελλός Πέλειος=Κώοι και Ηπειρώται τους γέροντες πελειάς ή πελιάς ή πέλεια=περιστερά πελιγάνες=οι ένδοξοι πελιαί=μέλαιναι. πελός-πελλός=φαιός Η πελός ή αι πέλειαι=σταχτιά αγριοπερίστερα αλλά και ιέρειαι της Δωδώνης ως πελειάδαι. Ο Ηρόδοτος θεωρεί, ανόητος ών, ως πελειάδες της Δωδώνης τα αγριοπερίστερα, όμως ο Ησύχιος το ανατρέπει με την δήλωσι του Αριστοτέλους ότι άλλες οι Πελειάδες της Δωδώνης κι άλλα τα αγριοπερίστερα . Πράγματι. παρατηρώντας τα προαναφερθέντα από τον Ησύχιο βλέπουμε ξεκάθαρα την αντίφασι. Από την μία η πελειάς να σημαίνη σκουρόχρωμο αγριοπερίστερο κι από την άλλη πέλειος και το θηλυκό του πέλεια ή πελειάς να σημαίνει τον γέροντα και την γερόντισσα αντιστοίχως. Ταυτοχρόνως πελιαί αι μέλαιναι δηλ. μαυριδερές. Από αυτό το τελευταίο παράγονται λέξεις όπως πελιδνός κλπ οι οποίες σημαίνουν κιτρινόμαυρο ή ωχρόμαυρο (πελιά=pale για χλωμός/ωχρός στα αγγλικά). Αναφερόμεθα δε σε αντίφασι διότι επεκράτησε, όλως "περιέργως", η άποψις ότι εκ του πελιδνός και πέλειος, δηλαδή μαυριδερός, όλες οι λέξεις εκ ΠΕΛ- σημαίνουν το μαύρο. Πρόκειται περί γλωσσολογικής υπόπτου προελεύσεως αυθαιρεσίας διότι ο γέρων ελέγετο πέλειος-πέληος-πελλός και επομένως το θηλυκό του γένος, η γερόντισσα, ήτο πελειάς όχι βέβαια λόγω του ότι οι ηλικιωμένοι είναι μελαχροινοί. Τουναντίον είναι πέλειοι διότι έχουν λευκή κεφαλή και το λευκό μαλλί στο κεφάλι ταυτίζεται οπωσδήποτε με την γεροντική ηλικία . Άρα αι ιέρειαι της Διώνης εις Δωδώνη δεν ήσαν περιστεραί όπως ισχυρίζεται ο ανεκδιήγητος Ηρόδοτος αλλά γερόντισσες με λευκά μαλλιά, όπως εννοεί ο Αριστοτέλης. Παρατηρούμε επομένως ότι η ιδία ρίζα, η ΠΕΛ-, εσήμαινε καί το μαυριδερό αλλά καί το λευκό/φωτεινό ταυτοχρόνως. Μας θυμίζει την λέξι ΑΡΓΟΣ η οποία, όλως παραδόξως εσήμαινε και ταχύς. Εξ ού και η ΑΡΓΩ των Αργοναυτών ως γρήγορη κι όχι βραδυκίνητη κι ο σκύλος του Οδυσσέως, ο Άργος, ως ταχύ κυνηγόσκυλο κι όχι βραδυκίνητο. Η δε λέξις λαίμ-αργος χαρακτηρίζει τον έχοντα γρήγορο λαιμό στο να κατεβάζη γρήγορα την τροφή. Ρίζες και λέξεις με πολλά, ακόμη κι αντιφατικά νοήματα, υπάρχουν πολλές στην ελληνική, κάτι το οποίο προφανώς οι βαρβαρόφωνοι ελληνισταί και οι ελληνόφωνοι πηθικίζοντες, δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν. Π.χ. η ρίζα οψ- έχει τρείς σημασίες α...οφθαλμοί (μύωψ/πρεσβύωψ), β...όψις (Αιθίοψ), γ...φωνή (Μέροψ, άνθρωπος, καλλιόπη) ή η ρίζα ΒΟ- η οποία σημαίνει νερό (Τεύχος 33ον) και καμπύλη ταυτοχρόνως (βουνό, κι αγγλικά valley/volley κλπ). ή το γοργός σημαίνον και βλοσυρός Επανερχόμενοι στο ΠΕΛ- εξετάζουμε την λέξι πελιγάνες=οι ένδοξοι του Ησυχίου. Ανατρέχοντας στο αρχαιοελληνικό λεξικό LIDDELL-SCOTT για το δεύτερο συνθετικό της λέξεως, το ΓΑΝΥ, παρατηρούμε ότι: Γανάω=λάμπω/στίλβω/απαστράπτω/ευφραίνω/δοξάζω/μεγαλύνω, γανύω=λαμπρύνω/στιλβώνω, Γάνος =λαμπρότης, και στα χρόνια μας ο γανωτής ο οποίος γυάλιζε τα χαλκώματα ώστε να μην είναι οξειδωμένα. Πελι-γάνες άρα οι λαμπεροί-ένδοξοι, ολόφωτοι, ωραίοι, καλοί, πρότυπα για όλους, φωταυγάζουν με την αίγλη τους στην πόλι και δεν υπάρχει τίποτε μαύρο σ' αυτούς. Επίσης ο λευκός Πελεκάνος, όπου πελ-=λευκό και το επιστημονικό του όνομα platalea leukerodius μη αφήνοντας αμφιβολία για το πελ- του χαρακτηρισμού λευκοερωδιός. Αυτή η γλωσσική αντίφασις στην εξήγησι της ρίζας έδωσε λάθος ερμηνεία στα ονόματα Πέλοψ, Πελείας, Πηλεύς και Πελασγός, Πελαργός, όπου η γλωσσολογική ύποπτη αυθαιρεσία τους θέλει ...μαύρους ενώ το όνομά των σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το Πήλιον, ιωνιστί Πέλιον, δεν εσήμαινε Μαυροβούνι αλλά Ωραίο βουνό. Ακόμη σήμερα το θαυμάζουμε ως κάλλιστο λόγω ομορφιάς αλλά και απίστευτης ποικιλίας χλωρίδος, βοτανικός παράδεισος της Ευρώπης. Ιδίας σημασίας και σχεδόν διαρκώς λευκό/χιονισμένο Μπέλες. Πρώτο συνθετικό και στο υπέροχο Βελ-ούχι αλλά και στην υπέροχη ΒΕΛανιδιά. Στην παναρχαία θεοσεβική αντίληψι των Ελλήνων, η άμπελος διεδραμάτιζε πρωταρχικό ρόλο διότι χάρις εις την καλλιέργειά της ο άνθρωπος εγκατέλειψε την νομαδική ζωή του κυνηγού/τροφοσυλλέκτη κι εγκατεστάθη μονίμως σε αυτό το οποίο εξελιχθη ως πόλις. Ο Διόνυσος λοιπόν, από τον οποίον εκπορεύεται η πολιτισμογόνος ενέργεια της γεννήσεως στον άνθρωπο της νοοσφαίρας και αρωγής Του ώστε από την ημιαγρία πρωτόγονη κατάστασι να περάση το ανθρώπινο γένος στην δημιουργία πολιτισμού, εβασίσθη εν πολλοίς, στην ά-ΜΠΕΛ-ο και την επίπονη ετησία καλλιέργειά της. Αυτή είναι η έννοια ταυτίσεως του Διονύσου με την άμπελο κι όχι οι κακοήθειες των ανθελλήνων περί "μέθης" και "οινοποσίας" και κάθε είδους "κραιπάλης" με τις οποίες φορτώνουν οι άσχετοι φαυλοφένακες τον Διόνυσο. Το αρχικό -Α- της αμπέλου δεν είναι στερητικό αλλά επιτατικό της εννοίας ΜΠΕΛ-. Όπως δηλαδή το επιτατικό -Α- του Αδελφού ως δηλωτικόν της απολύτου προελεύσεως εκ της ιδίας δελφύος-μήτρας. Άμπελος δηλαδή κάτι το απολύτως υπέροχο, καταπληκτικό κλπ. Κάπου εδώ ευρίσκεται και η ετυμολογία του Απόλλωνος, δωριστί Απέλλων, δηλαδή Α-ΜΠΕΛ-ΛΩΝ δηλαδή ολόφωτος, υπέρλαμπρος, πανέμορφος, καταυγάζων, αιγληφόρος κλπ κλπ Το δε ΒΕΛ- είναι και το δεύτερο συνθετικό της Μακεδόνισσας ΚΥΒΕΛΗΣ, της Μεγάλης Μητέρας, Παμμήτειρας, κουροτρόφου Γαίας. Καθόλου παράξενο δεν μας φαίνεται ότι σήμερα, εκ του ΜΠΕΛ-=ΒΕΛ- έχουν επιβιώσει τα βέλτιστον, βελτίωσις, βελτιώνω, από τα αρχαία βέλτερος=βελτίων=αγαθός/καλός, βελτιόω, οι δε Βλάχοι διατηρούν την παναρχαία αυτή αιολική/δωρική ρίζα για τους μπέλους δηλ. τα λευκά/ωραία βουνά και τα λευκά/ωραία αρνιά. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι οι ισχύουσες στην γλώσσα μας εναλλαγές γραμμάτων, τις οποίες λίαν υπόπτως αρνούνται να μελετήσουν οι υπεύθυνοι, οδηγούν σε ευρύτερες ετυμολογικές αναλύσεις. Επί παραδείγματι, μπορεί να φαίνεται αστείο το πνευμόνι να λέγεται λαϊκιστί πλεμόνι, κανείς δεν ασχολείται να διερευνήση αν η γλώσσα διαθέτει μέσα της την ανάγκη μετατροπής μερικές φορές του -Ν- σε -Λ- και αντιστρόφως. Και μπορεί να δείχνη καταγέλαστος ο λέγων πλεμόνι αλλά τι ήταν αυτό το οποίο μετωνόμασε την νήσο Νέρο σε Λέρο; Καθόλου παράξενο διότι μια παναρχαία μετατροπή του αιολικού νερού/νηρού είναι το ληρό. Εξ ού και Φά-ληρο, και Λήρος των Μασσαλιωτών και Αλαλία της Κορσικής, αποικία Φωκαέων. Την εναλλαγή αυτή, διερευνώντας στο αρχαιοελληνικό λεξικό LIDDELL-SCOTT, την συναντούμε στα πάνυ-πολύ, σκύλος-κύνας, ήνθον-ήλθον, φίντατος-φίλτατος κ.ά. Όταν λοιπόν αντικατασταθή το -Λ- με -Ν- στην ρίζα ΜΠΕΛ-, έχουμε το πανάρχαιο αιολικό ΜΠΕΝ- το οποίο θεωρείται αυθαιρέτως ιταλικό αλλά στο αρχαιοελληνικό λεξικό LIDDELL-SCOTT, υπάρχει το βένδιστος=βέλτιστος ως δωρικός, άρα πανάρχαιος τύπος. Όταν λοιπόν οι Βλάχοι λένε μπένε δεν μιλούν ιταλικά αλλά δωρικά και λυπούμεθα για την κατάντια της πνευματικής ηγεσίας των η οποία τους οδηγεί στην λατινολαγνεία... Από το πανάρχαιο μπένε και την την ρίζα βουλ- του βούλομαι προκύπτει η αγγλική λέξις BENEVOLENT η οποία στα λεξικά μεταφράζεται ως φιλάνθρωπος, φιλάγαθος, καλοπροαίρετος, καλοκάγαθος, καλοσυνάτος. Το βούλομαι στα γαλλικά έγινε βουλέ και στα λατινο/ιταλικά=βόλιο. BENEVOLENT λοιπόν θάπρεπε να ερμηνευθή αρχικώς κατά λέξιν καλο-θελητής και να ακολουθούν οι υπόλοιπες παρεμφερείς ερμηνείες. Αυτό θάπρεπε να ισχύει για όλες τις ελληνικές λέξεις της αγγλικής ώστε τα παιδιά να διδάσκονται εύκολα την "ξένη" αυτή γλώσσα η οποία εν πολλοίς είναι κακοπροφερόμενα ελληνικά... |
Δευτέρα 27 Απριλίου 2009
ΠΕΛΑΣΓΟ-ΓΡΑΙΚΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου