Τρίτη 28 Απριλίου 2009
Αρχαιοελληνικά δίκτυα επικοινωνίας
ΜΕΡΟΣ Α’
Ο τηλέγραφος με φωτιά ήταν σε μεγάλη χρήση στην Αρχαία Ελλάδα και αυτό φαίνεται και από περιγραφές του Ομήρου. Στην τριλογία «Ορέστεια» του Αισχύλου, υπάρχουν μερικά πολύ χαρακτηριστικά λόγια ενός αρχαίου φρυκτωρού, που περιμένει υπομονετικά νύχτα - μέρα στο ανάκτορο των Μυκηνών το φωτεινό σήμα για την πτώση της Τροίας για να το μεταφέρει στη βασίλισσα Κλυταιμνήστρα
Στην τραγωδία του ίδιου ποιητή με τον τίτλο «Αγαμέμνων», που αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας «Ορέστεια» και που παραστάθηκε το 458 π.Χ. στα Μεγάλα (Αστικά) Διονύσια, έχουμε και την πρώτη αναφορά στη χρήση του τηλεγράφου στην ιστορία των τηλεπικοινωνιών. Η αρχή του νήματος λοιπόν στην ιστορία των τηλεπικοινωνιών αρχίζει με την αναφορά ότι η πτώση της Τροίας έγινε γνωστή στη βασίλισσα και σύζυγο του Αγαμέμνονα Κλυταιμνήστρα, με ένα σύστημα από φωτιές (φρυκτωρίες) και μέσα σε μια μόλις μέρα, όπως ήταν και η υπόσχεση του αρχηγού της εκστρατείας των Ελλήνων προς τη σύζυγό του πριν ξεκινήσει για τη μεγάλη εκστρατεία.
Φωτεινοί αναμεταδότες
Για τη μετάδοση του μηνύματος χρησιμοποιήθηκε το σύστημα της πυρσείας, δηλ. η χρήση φωτεινών αναμεταδοτών από βουνοκορφή σε βουνοκορφή. Η διαδρομή του σήματος ήταν από την Ίδη της Τροίας στοΈρμαιο της Λήμνου, μετά στην κορυφή του βουνού του Δία τον Αθω (Άγιον Όρος), στον Μάκιστο της Εύβοιας, μετά στο Μεσσάπιο (Εύριπος), στον Κιθαιρώνα, στα Μέγαρα και στις κορυφές του Αραχναίου, κοντά στις Μυκήνες και τέλος στο ανάκτορο των Ατρειδών.
Η Κλυταιμνήστρα είχε δώσει εντολή σ' έναν παρατηρητή (φρυκτωρό) να περιμένει στη στέγη του παλατιού, έως ότου δει τους αναμένους δαυλούς στις κορυφές των βουνών, σημάδι ότι πάρθηκε η Τροία. Για μήνες δεν φαινόταν τίποτα στον ορίζοντα, ώσπου τελικά η φλόγα έλαμψε μέσα στη νύχτα. Τότε η βασίλισσα ετοίμασε λαμπρή γιορτή στο Άργος.
Παραθέτουμε μεταφρασμένα αποσπάσματα από την τραγωδία του Αισχύλου, όπου γίνεται και ένας πολύ ενδιαφέρον διάλογος ανάμεσα στον Χορό και στη βασίλισσα Κλυταιμνήστρα. Το κείμενο είναι παρμένο από το βιβλίο «Αισχύλος Αγαμέμνων» σε μετάφραση Τάσου Ρούσσου (εκδ. Κάκτος).
ΧΟΡΟΣ
«Μα εσύ του Τυνδάρεω κόρη, Κλυταιμνήστρα βασίλισσα, λέγε τι τρέχει; τι καινούργιο συμβαίνει; Ποιό μαντάτο μαθαίνοντας έστειλες ολούθε να ετοιμάσουν θυσίες;»
Ο Χορός φαίνεται να απορεί για την ταχύτητα μετάδοσης της ευχάριστης είδησης.
ΧΟΡΟΣ
«Και πότε κούρσεψαν την πόλη;»
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
«Τη νύχτα, σου είπα, που το φως γέννησε τούτο»
ΧΟΡΟΣ
«Τόσο γοργά ποιός θα 'ρχόταν μαντατοφόρος;»
Η απόδοση της απάντησης της Κλυταιμνήστρας δίνεται κάπως πιο σύντομα και περιεκτικά στο βιβλίο του Leonard de Vries «Το βιβλίο των Τηλεπικοινωνιών»
ΧΟΡΟΣ:
«ποιός μπόρεσε να φέρει τόσο γρήγορα τα νέα;»
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ:
«Ο Ηφαιστος! Δυνατή φωτιά άναψαν στην κορυφή της Ιδας και πολλές φωτιές μετά μας έφεραν διαδοχικά το μήνυμα: Από την Ιδα το μήνυμα της φλόγας πήγε στον κάβο Ερμή της Λήμνου και τρίτη η ψηλή κορυφή του Αθω δέχθηκε το φως. Με δύναμη η φλόγα γεφύρωσε το πέλαγος και έφθασε στις Βίγλες του Μακίστου, στην Εύβοια. οι φρουροί προώθησαν το μήνυμα στον Εύριπο, στους ανθρώπους πάνω στο Μεσσάπιο. Κι αυτοί έβαλαν φωτιά σ' ένα σωρό με ρείκια και πάνω από τους κάμπους του Ασωπού έστειλαν το μήνυμα στην κορυφή του Κιθαιρώνα. Κι από κει πάλι με ζήλο πολύ προώθησαν το μήνυμα και το έστειλαν πάνω από την Γοργώπιδα λίμνη στο Αιγίπλαγκτο όρος. Και η φλόγα πέρασε τον Σαρωνικό και έφθασε σαν κεραυνός στις κορυφές του Αραχναίου και τέλος εδώ το λάβαμε, στων Ατρειδών τις στέγες, το φως αυτό, που προππαπός του είναι η φωτιά της Ιδας».
Αυτό το κείμενο του Αισχύλου είναι μια πολύ καλή ένδειξη του πόση σημασία έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη χρήση του οπτικού τηλέγραφου. Οι κορυφές των βουνών που χρησιμοποιήθηκαν για την αναμετάδοση των μηνυμάτων δεν επιλέχτηκαν τυχαία. Ακόμη και σήμερα αν ανεβούμε πάνω σε μια απ' αυτές και κοιτάξουμε με καθαρό ουρανό, θα μπορέσουμε να διακρίνουμε την απέναντι κορυφή.
Αυτός ο τρόπος επικοινωνίας με τα φωτεινά σήματα, που εξελίχθηκε αργότερα, ήταν γνωστός σαν πυρσεία ή φρυκτωρία και αναφέρεται ακόμη από τους Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Θουκυδίδη.
Υδραυλικός τηλέγραφος
Γύρω στο 330 π.Χ., όπως αναφέρει ο Αρκάδας στρατηγός Αινείας ο Τακτικός στο έργο του με τον τίτλο «Πολιορκητικά», είχε επινοήσει ο ίδιος ένα έξυπνο σύστημα τηλεγραφίας. Την περιγραφή και τη λειτουργία της συσκευής αυτής διέσωσε ο ιστορικός Πολύβιος (203-121 π.Χ.) Ο στρατηγός Αινείας ήταν ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς των πολεμικών τεχνών στην εποχή του, αλλά ήταν ακόμα πολύ σπουδαίος και στις μάχες και στις τεχνικές κατασκευές.
Στους σηματοδοτικούς σταθμούς υπήρχαν δύο πανομοιότυποι κάδοι κυλινδρικής μορφής γεμάτοι με νερό μέχρι το ίδιο σημείο που είχαν στη βάση τους και από μια βρύση ίδιας διαμέτρου, ώστε όταν έτρεχε το νερό η ροή του να ήταν η ίδια και στους δύο κάδους. Το ύψος των κάδων ήταν περίπου 1,5 μέτρο και το πλάτος τους περίπου μισό μέτρο.
Πάνω στο νερό του κάθε κάδου επέπλεε ένα ξύλινο ραβδί που ήταν κάθετα στηριγμένο σε έναν κυλινδρικό φελό, που είχε διάμετρο λίγο μικρότερη από την αντίστοιχη των δοχείων. Το ραβδί ήταν χωρισμένο σε παράλληλους κύκλους που είχαν απόσταση περίπου 6 εκατοστών μεταξύ τους. Στα κενά αυτών των κύκλων ήταν σημειωμένες διάφορες κωδικοποιημένες πληροφορίες, στρατιωτικής κυρίως φύσης, οι ίδιες και στους δύο κάδους. Τέτοιες πληροφορίες μπορεί να ήταν «εισβολή εχθρικού στρατού», «εμφάνιση πλοίων», «κινήσεις στρατευμάτων» κ.α.
Λειτουργία
Η επικοινωνία μεταξύ των σταθμών με το σύστημα αυτό γινόταν ως εξής: όταν επρόκειτο να μεταδοθεί ένα μήνυμα, ειδοποιούσαν για την πρόθεσή τους τον επόμενο σταθμό υψώνοντας έναν πυρσό. Μόλις ο απέναντι σταθμός απαντούσε ότι έλαβε το σήμα, υψώνοντας κι αυτός πυρσό, ο πομπός ύψωνε τον πυρσό του και πάλι και άνοιγαν και οι δύο, τις βρύσες να τρέξουν ταυτόχρονα.
Όταν το ραβδί, καθώς κατέβαινε, έφθανε στο μήνυμα που ήθελαν να μεταδώσουν στα χείλη του κάδου, τότε ο πομπός χαμήλωνε τον πυρσό και έκλεινε τη βρύση του. Ο λήπτης έκλεινε κι αυτός τη δική του βρύση. Τα μηνύματα έφθαναν και στους δύο σταθμούς στο ίδιο σημείο.
Ο λήπτης γινόταν μετά πομπός στον επόμενο σταθμό κ.ο.κ.
Το σύστημα αυτό στηρίζεται στο συγχρονισμό των κινήσεων πομπού και δέκτη, κάτι που συναντάμε και στα σύγχρονα τηλεπικοινωνιακά συστήματα. Το σύστημα αυτό είχε το μειονέκτημα ότι ήταν γενικά αργό στη χρήση του και ακόμη δεν μπορούσε να δώσει ακριβέστερες πληροφορίες πέρα από κάποιες απλές αναφορές για τις εχθρικές κινήσεις.
Οπτικός τηλέγραφος
Η μεταβίβαση μηνυμάτων με φωτιές είχε συστηματοποιηθεί κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς και οι φρυκτωρίες (από τις λέξεις φρυκτός = πυρσός και ώρα = φροντίδα), όπως τις ονόμαζαν, αποτελούσαν το βασικό μέσο επικοινωνίας στον στρατό.
Μια αξιοσημείωτη μέθοδος σηματοδότησης που μας περιγράφει και πάλι ο Έλληνας ιστορικός Πολύβιος ήταν αυτή των αλεξανδρινών τεχνικών Κλεοξένη και Δημόκλειτου, που την επινόησαν το 350 π.Χ. περίπου και που αποτέλεσε πραγματική επανάσταση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών.
Σύμφωνα με το σύστημα αυτό ο πομπός και ο δέκτης είχαν ο καθένας από δύο τοίχους, που απείχαν μεταξύ τους λίγα μέτρα και ο σταθμός που έκανε τον δέκτη μπορούσε να τους διακρίνει άνετα με κάποια διόπτρα. Η εμβέλεια αυτού του τρόπου επικοινωνίας αποδείχθηκε στην πράξη ότι έφθανε μέχρι και τα 30 χιλιόμετρα.
Η κατασκευή των τοίχων θύμιζε πολεμίστρες, με έξι εσοχές και πέντε κοιλότητες. Η κάθε κοιλότητα φιλοξενούσε και από μια πυρσεία και είχε πλάτος περίπου ένα μέτρο. Οπως έβλεπε τον σταθμό εκπομπής ο δέκτης, ο αριστερός τοίχος αντιστοιχούσε στη σειρά των γραμμάτων και ο δεξιός στη στήλη των γραμμάτων.
Δηλαδή, είχαν χωρίσει τα γράμματα της αλφαβήτου σε πέντε ομάδες και σε πέντε στήλες, με την τελευταία σειρά και στήλη να έχουν από ένα γράμμα λιγότερο. Το κάθε γράμμα αντιστοιχούσε σε κάποια σειρά και κάποια στήλη και με κατάλληλα ανάμματα των πυρσών ο λήπτης λάμβανε τα γράμματα ένα ένα. Κάθε ζευγάρι αριθμών αντιστοιχούσε και σε ένα γράμμα της αλφαβήτου.
Αν άναβαν δηλ. πρώτα δύο πυρσοί και μετά τρεις, σήμαινε τη δεύτερη στήλη και την τρίτη γραμμή, δηλ. την αποστολή του γράμματος κ.ο.κ. Με τον τρόπο αυτό γινόταν οι αποστολές όλων των γραμμάτων. Ο Πολύβιος αναφέρεται στην απλότητα και στην ακρίβεια που παρείχε αυτός ο κώδικας επικοινωνίας. Οι πυρσοί είχαν επάλειψη ρετσινιού ή ακάθαρτου πετρελαίου που ήταν γνωστό από τότε στο Κερί της Ζακύνθου, όπου και σήμερα αναβλύζει. Ο Αισχύλος πολύ χαρακτηριστικά αναφέρεται στο «άγγαρο πυρ» (άσβεστο πυρ) των φρυκτωριών.
Συνεχίζεται
Αρχαιοελληνικά δίκτυα επικοινωνίας
Οπτικός και υδραυλικός τηλέγραφος,
φρυκτωρίες και κωδικοποιημένα σήματα
Του Κώστα Στυλιάδη, Καθηγητή Πληροφορικής - Ερευνητή Ιστορίας Τηλεπικοινωνιών
ΜΕΡΟΣ Β’
Για αιώνες
Και τα δύο συστήματα επικοινωνίας των αρχαίων Ελλήνων, ο οπτικός και ο υδραυλικός τηλέγραφος, είχαν τα μεγάλα μειονεκτήματα ότι ήταν πολύ αργά για τη μετάοδση ενός μεγάλου μηνύματος και χρειάζονταν ακόμη να είναι σε ετοιμότητα ενας μεγάλος αριθμός από σταθμούς αναμετάδοσης, για την αποστολή ενός μηνύματος. Πέρασαν, όμως, στην ιστορία σαν τα πρώτα συστήματα μετάδοσης πληροφοριών σε μεγάλη απόσταση και χρησιμοποιήθηκαν για πολλούς αιώνες.
Στις αρχές του αιώνα μας, η οπτική τηλεγραφία υπήρξε ένα από τα ασφαλέστερα μέσα τηλεπικοινωνίας.
Η γερμανική εφημερίδα «Frankfurter Zeitung" περιέγραψε το 1912 μια νέα λυχνία ακετυλενίου, που ήταν ορατή σε μια απόσταση 75 χιλιομέτρων τη νύχτα και η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον γερμανικό στρατό αντί για τον τηλέγραφο, το τηλέφωνο και τον ασύρματο για τον απλούστατο λόγο ότι τα τελευταία μέσα επικοινωνίας, εκείνη τουλάχιστον την εποχή, είτε τα παρακολουθούσε ο εχθρός ή γίνονταν άχρηστα σε περίπτωση κακών καιρικών συνθηκών.
Σημαντικότεροι σταθμοί
Σταθμός αρχαίων φρυκτωριών πρέπει να υπήρχε ακόμα και στο σημερινό Καβοντόρο της Εύβοιας (όπου βρέθηκαν μεγάλα τείχη και τρία δωμάτια), στη δυτική Κρήτη για επικοινωνία με τα Κύθηρα και στο ακρωτήριο Μαλέας.
Πολλοί μεγάλοι ιστορικοί αναφέρονται στις Ηράκλειες Στήλες (σημερινό Γιβραλτάρ) που σύμφωνα με τη Μυθολογία τις δημιούργησε ο Ηρακλής, όπου με τις φωτιές και τους καπνούς που άναβαν καθοδηγούσαν τους ναυτιλλομένους στο ταξίδι τους στον άγνωστο τότε Ατλαντικό Ωκεανό.
Η ντόπια παράδοση λέει, ότι ακόμη από την εποχή των μεγάλων εμπόρων των Φοινίκων και των αρχαίων Ελλήνων και μέχρι και την εμφάνιση του ηλεκτρικού τηλέγραφου, ενημερώνονταν οι ντόπιοι έμποροι για την άφιξη των πλοίων από τα φωτεινά σήματα του βράχου του Γιβραλτάρ.
Οι Ισπανοί εκτιμούν πολύ αυτήν την προσφορά των αρχαίων Ελλήνων και τη διατηρούν σαν μουσειακό του μνημείο. Ο πύργος που υπήρχε στις Ηράκλειες Στήλες, αφού καταστράφηκε από πολλούς επιδρομείς, ξανακτίστηκε στην ίδια ακριβώς θέση την εποχή του Αυγούστου Καίσαρα, σαν οχυρό και σταθμός τηλεπικοινωνιών των Ρωμαίων και χρησιμοποιήθηκε μέχρι ακόμα και το 1682 μ.Χ.
Ο Καρχηδόνιος στρατηλάτης Αννίβας (3ος αιώνας π.Χ) συντήρησε και χρησιμοποίησε κι αυτός τις Ηράκλειες Στήλες και είχε ακόμη ένα μεγάλο δίκτυο επικοινωνιών από το Μαρόκο ως το Φάρο της Αλεξάνδρειας και από την Καρχηδόνα - Σικελία - Ιταλία.
Οι Καρχηδόνιοι συμπλήρωσαν και βελτίωσαν τον υδραυλικό τηλέγραφο του Αινεία του Τακτικού, τον οποίο και χρησιμοποίησαν στο Σικελικό πόλεμο για επικοινωνία με την πρωτεύουσα τους από απόσταση 134 χιλιομέτρων και με ενδιάμεσο σταθμό το νησί Παντελαρία.
Ευρύ δίκτυο
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες Τραϊανός και Αδριανός (1ος και 2ος αιώνας μ.Χ.) εγκατέστησαν ένα πολύ ευρύ δίκτυο φρυκτωριών με 6.000 χιλιόμετρα κάλυψης και με 1.500 σταθμούς αναμετάδοσης. Άλλος σημαντικός σταθμός τηλεπικοινωνιών ήταν το «καιροσκοπείο» στην κορυφή του Αθω, όπως το μνημονεύει ο Αναξίμανδρος, δηλ. μετεωρολογικός σταθμός και φρυκτώριο που η ιστορία του ξεκινά από τις Γιγαντομαχίες της Μυθολογίας και φθάνει μέχρι και τη σημερινή εποχή, όπου οι καλόγεροι βοηθούν τα πλοία στον προσανατολισμό τους.
Η βουνοκορφή του Μεσσάπιου της Εύβοιας έχει κι αυτή τη δική της ιστορία σαν θέση φρυκτωρίου και μετέπειτα ναυτικού φάρου, όπως και το φρυκτώριο του Δράκανου της ανατολικής Ικαρίας. Αλλα φρυκτώρια που αναφέρονται στη Μυθολογία και στην ιστορία είναι της Ανάφης,
του Γιούχτα (βουνό στην Κνωσό του Ηρακλείου Κρήτης), το ακρωτήριο Σίδερο, ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο,
το Άκτιο, το άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη κ.α. Πολλά από αυτά τα σημεία είναι και σήμερα τηλεπικοινωνιακοί φάροι.
Ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου ήταν και ο Φάρος της Αλεξάνδρειας που λειτουργούσε και σαν τηλεπικοινωνιακό κέντρο. Ο Φάρος χτίσθηκε το 279 π.Χ. επί Πτολεμαίου Β'. Γκρεμίστηκε από μεγάλους σεισμούς κατά τον 12ο και 14ο αιώνα και πρόσφατα Γάλλοι και Αιγύπτιοι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει και ανασύρει από το βυθό πολλά από τα κομμάτια του. Ο Φάρος ήταν χτισμένος από άσπρο μάρμαρο, είχε ύψος 150 μέτρα και ήταν εφοδιασμένος με έναν υδραυλικό μηχανισμό για να ανεβαίνουν τα καύσιμα στην κορυφή του, όπου υπήρχε κάποιο σύστημα αντανάκλασης του φωτός που ήταν ορατό σε μια ακτίνα 50 χιλιομέτρων.
Στη βάση του οικοδομήματος υπήρχαν 300 δωμάτια για τους μηχανικούς και τους τεχνικούς, στους οποίους είχε ανατεθεί η συντήρηση και η λειτουργία του.
Πραγματικός άξονας του κόσμου, με τη φωτιά που άναβε στην κορυφή του, όπως γράφει ο Στράβων, χρησίμευσε για τον καθορισμό του πρώτου μεσημβρινού.
Ακόμη και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν δίκτυο φρυκτωριών για να πληροφορούνται έγκαιρα για τις πλημμύρες του Νείλου. Ο Κολοσσός της Ρόδου οδηγούσε κι αυτός τους ναυτικούς με το χρυσό του στεφάνι και το φανάρι του.
Ο «Φάρος της Μεσογείου» ήταν το ενεργό ηφαίστειο Στρόμπολι των Λιπάρων Νήσων, βορειοδυτικά της Σικελίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου